- μουσοπάτακτος
- μουσο-πάτακτος [πᾰ], ον,A smitten by the Muses, 'moonstruck', Cic.QF2.8.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσοπάτακτος — μουσοπάτακτος, ον (Α) μουσόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πατάσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek